διασυρτικός

διασυρτικός
η , όν порочащий, позорящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διασυρτικός" в других словарях:

  • διασυρτικός — διασυρτικός, ή, όν (Α) περιπαικτικός, χλευαστικός …   Dictionary of Greek

  • διασυρτικός — disparaging masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασυρτικούς — διασυρτικός disparaging masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασυρτικῶς — διασυρτικός disparaging adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՀԵԳՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0079 Chronological Sequence: 6c, 10c, 12c, 13c ա. իբր Հենգնական. διασυρτικός cavillatorius, irrisionis. Ուր իցէ հենգնութիւն. եպերողական. որ ինչ լինի ընդ կատակս եւ այպն առնելով. *Եհարց հեգնական բանիւք եպերելով: Ոմանք հեգնական դնեն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»